- πρόωφος
- πρόωφος· πρόσκοπος, Hsch. [full] προωχὴς ἵππος· ὁ ἐκ τῶν ὄπισθεν μετέωρος καὶ τῷ ἀναστήματι καὶ τῇ ἱππασίᾳ, Id. [full] πρύανος· νέος, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόωφος — Α (κατά τον Ησύχ.) «πρόσκοπος» … Dictionary of Greek